μεσάγκωνες

μεσάγκωνες
μεσάγκωνες, οί (Α)
είδος βλητικών μηχανών για την εξακόντιση βελών και ακοντίων που είχαν σχήμα αγκώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ἀγκών, -ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”